Acts of torture are prohibited under international law, both in times of peace and war; nonetheless, an innumerable number of people are subjected to torture worldwide. Despite the limited official statistical information on how many people within the migrant populations are victims of torture (VoTs), the United Nations Office of the High Commissioner for Human Rights (OHCHR) estimates that between 5 to 35% of refugees survived torture in 2017. Given the prevalence of torture cases amongst persons forcibly displaced, many policies and procedures have been adopted to ensure VoTs have access to appropriate services and protection mechanisms.
Greece, as a state party of the UNCAT, European Convention for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, and other international conventions and a Member State of the EU, has an obligation to ensure that everyone who states or presents signs of having been subjected to torture is properly identified (Articles 41, 67 and 77 of Law 4939/2022, Article 18 of Directive 2013/32/EU, and Article 14 of UN Convention against Torture), and if recognised as VoT, obtains access to redress, including rehabilitation, and other fundamental rights (Article 14 of UN Convention against Torture).
Nonetheless, practice over the years has demonstrated serious deficiencies in the identification and certification of victims of the torture of applicants in Greece, including on Lesvos. Systematic deficiencies have been observed in the identification of vulnerabilities due to low quality of vulnerability assessments, rushed procedures and disregard of incidents of torture outside the country of origin during the asylum interview. Additionally, structural deficiencies are also observed in the specific process to certify VoTs, namely due to restrictive legislation limiting only public authorities to provide certification for VoTs in accordance with the Istanbul Protocol, whilst national authorities and bodies do not have the qualification or training and lack of interpretation to proceed with this certification. At the same time, non-governmental organisations, namely Metadrasi, hold the appropriate expertise to provide certification for VoTs according to the Istanbul Protocol and attempt to provide this certification. Nonetheless, they are not considered competent to provide this certificate, and, as a result, their certificates do not give access to rehabilitation or care, and are not binding for the Greek Authorities. In other words, the VoT certification provided by NGOs may be taken into consideration by asylum authorities for the purposes of the asylum procedure, but it is at the discretion of each decision maker. In practice, Fenix observed that different authorities, at different moments, apply their discretionary powers differently.
The deficiencies observed during the asylum procedure and VoT certification leave asylum seekers, who reported being subject to or present signs of having been subjected to acts of torture, without access to fundamental rights and guarantees, including access to special reception conditions and special procedural guarantees in line with their special needs, and access to rehabilitation and adequate care.
The failure to identify and certify VoTs has severe consequences for VoTs and amounts to violations of fundamental rights laid down by international and European law. Greece’s failure to assess and identify vulnerable asylum seekers and promptly determine and certify VoT constitutes a de facto denial of rehabilitation, a deprivation of the fundamental rights of VoT under Article 14 of the UNCAT. Additionally, the lack of effective consideration towards VoTs and respect for their special needs, especially the lack of access to specialised medical care and adequate housing, constitutes humiliating treatment that completely denies VoT acknowledgement of their human dignity, in violation of Article 16 of UNCAT. Finally, the lack of identification and certification of VoTs may also have an impact on the examination of their asylum application, especially when the safe third country or safe country of origin concepts are used. In these cases, there is a presumption of safety; thus, since the level of proof is much higher, certifications, such as the VoT certification, are fundamental to derogate the presumption. Moreover, recognised VoTs should be provided with special procedural guarantees in order to be able to enjoy their rights and comply with their obligations, therefore, cannot be expected that they will be able to fulfill their obligations, including the obligation to cooperate with the national authorities at every stage of the process. In both scenarios, vulnerable applicants may be at risk and threat of experiencing torture, ill-treatment, and any other treatment which may be in contravention of Article 3(1) of the UNCAT.
Fenix calls on the Greek Government to respect the rights and safeguards afforded to vulnerable asylum applicants, including those of VoTs, and calls the Greek Government to appropriately provide clear and effective pathways for VoTs to be identified and certified. Fenix also recommends the European Commission, as the guardian of the EU treaties, to ensure compliance with EU law, including on the Asylum Procedures Directive, the Reception Conditions Directive, the Return Directive, the European Convention of Human Rights, and the Charter of Fundamental Rights of the European Union.
«Αδυναμία αναγνώρισης ευαλωτοτήτων: Η συστηματική αποτυχία της Ελλάδας να αναγνωρίσει και να πιστοποιήσει θύματα βασανιστηρίων»
Τα βασανιστήρια απαγορεύονται τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου από το διεθνές δίκαιο. Παρόλα αυτά, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει υποστεί βασανιστήρια παγκοσμίως. Παρά την ύπαρξη μόνο περιορισμένων επίσημων στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό ανθρώπων μεταναστευτικών πληθυσμών που είναι θύματα βασανιστηρίων, το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (OHCHR) εκτιμά ότι το έτος 2017 ένα ποσοστό μεταξύ 5 έως 35% των προσφύγων έχουν υποστεί βασανιστήρια. Λόγω αυτού του ποσοστού υποθέσεων βασανιστηρίων που έχουν υποστεί βιαίως εκτοπισθέντες, έχουν υιοθετηθεί ποικίλες πολιτικές και διαδικασίες ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα θύματα βασανιστηρίων έχουν πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες και μηχανισμούς προστασίας.
Η Ελλάδα, ως συμβαλλόμενο μέλος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων (UNCAT), της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας και άλλων διεθνών συμβάσεων και ως κράτος μέλος της ΕΕ έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι όλοι όσοι υποστηρίζουν ή παρουσιάζουν ενδείξεις ότι έχουν υποστεί βασανιστήρια δύνανται να αναγνωριστούν δεόντως (άρθρα 41, 67 και 77 του Ν. 4939/2022, άρθρο 18 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και άρθρο 14 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων), και εάν αναγνωριστούν ως θύματα βασανιστηρίων να έχουν πρόσβαση σε προστασία, συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών αποκατάστασης και σεβασμό άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 14 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων).
Παρ' όλα αυτά, η πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια καταδεικνύει σοβαρές πλημμέλειες στον εντοπισμό και πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων στην Ελλάδα και ειδικότερα στη νήσο Λέσβο. Έχουν παρατηρηθεί συστηματικές πλημμέλειες στον εντοπισμό των ευάλωτων τόσο λόγω της χαμηλής ποιότητας των διαδικασιών εκτίμησης των ευαλωτοτήτων, όσο και των εξαιρετικά εσπευσμένων διαδικασιών και της υποτίμησης περιστατικών βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκτός της χώρας καταγωγής ιδιαίτερα κατά την συνέντευξη ασύλου. Επιπλέον, παρατηρούνται συστηματικές πλημμέλειες στην διαδικασία πιστοποίησης θυμάτων βασανιστηρίων και συγκεκριμένα λόγω της δεσμευτικής νομοθεσίας που καθορίζει τις δημόσιες αρχές ως κατεξοχήν αρμόδιες να πιστοποιούν θύματα βασανιστηρίων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις ανωτέρω προβλέψεις, στη πράξη οι εθνικές αρχές και λοιποί φορείς δεν διαθέτουν κατάρτιση ή εκπαίδευση καθώς και την απαραίτητη διερμηνεία για να προχωρήσουν σε αυτήν την πιστοποίηση. Συγχρόνως, μη κυβερνητικοί οργανισμοί, όπως η ΜΕΤΑδραση διαθέτουν την απαιτούμενη γνώση για την πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων κατά τα οριζόμενα στο Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης και καταβάλλουν προσπάθειες να το πραγματοποιήσουν. Εντούτοις, δεν θεωρούνται αρμόδιοι για τη πραγματοποίηση της πιστοποίησης βάσει του υπάρχοντοντος νομοθετικού πλαισίου και ως εκ τούτου, τα πιστοποιητικά που δύνανται να παρέχουν δεν εξασφαλίζουν πρόσβαση σε υπηρεσίες αποκατάστασης ή περίθαλψης και δεν είναι δεσμευτικά για τις ελληνικές αρχές. Τούτο σημαίνει ότι η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων που παρέχουν Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) ενδέχεται να ληφθεί υπόψη από τις αρμόδιες αρχές στα πλαίσια της διαδικασίας ασύλου, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε αρμόδιου για τη λήψη αποφάσεων. Στην πράξη, η Fenix έχει παρατηρήσει ότι διαφορετικές αρχές, σε διαφορετικά στάδια φαίνεται ότι εφαρμόζουν τη διακριτική αυτή ευχέρεια με ανομοιογενή τρόπο.
Οι πλημμέλειες που έχουν παρατηρηθεί στη πράξη κατά τη διαδικασία ασύλου και την πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων αφήνουν τους αιτούντες άσυλο, οι οποίοι ανέφεραν ότι έχουν υποστεί ή παρουσιάζουν ενδείξεις ότι έχουν υποστεί βασανιστήρια ανευ πρόσβασης σε θεμελιώδη δικαιώματα και εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε ειδικές συνθήκες υποδοχής και ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις σύμφωνα με τις ειδικές τους ανάγκες, καθώς και πρόσβασης σε υπηρεσίες αποκατάστασης και αναγκαίας περίθαλψης.
Η αδυναμία ταυτοποίησης και πιστοποίησης των θυμάτων βασανιστηρίων έχει σοβαρές συνέπειες για τα άτομα αυτά και συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπονται τόσο από το διεθνές όσο και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η αποτυχία της Ελλάδας να αναγνωρίσει και να εντοπίσει ευάλωτους αιτούντες άσυλο και να εντοπίσει και να πιστοποιήσει εγκαίρως τα θύματα βασανιστηρίων συνιστά de facto άρνηση υπηρεσιών αποκατάστασης και στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων. Επιπλέον, η έλλειψη ουσιαστικής μέριμνας προς τα θύματα βασανιστηρίων και σεβασμού των ειδικών αναγκών τους, ιδίως η έλλειψη πρόσβασης σε εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη και επαρκείς συνθήκες στέγαση, συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση που παραγνωρίζει πλήρως τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των θυμάτων βασανιστηρίων, κατά παράβαση του άρθρου 16 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων. Τέλος, οι πλημμέλειες της διαδικασίας ταυτοποίησης και πιστοποίησης των θυμάτων βασανιστηρίων ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην εξέταση των αιτημάτων ασύλου τους, ιδίως δε όταν εφαρμόζονται οι έννοιες της ασφαλούς τρίτης χώρας ή της ασφαλούς χώρας καταγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές, τεκμαίρεται ότι η τρίτη χώρα ή η χώρα καταγωγής είναι ασφαλής· συνεπώς, δεδομένου ότι το βάρος απόδειξης είναι αρκετά υψηλότερο, πιστοποιήσεις όπως αυτές των θυμάτων βασανιστηρίων είναι θεμελιώδεις για την ανατροπή του τεκμηρίου. Επιπλέον, στα αναγνωρισμένα θύματα βασανιστηρίων θα πρέπει να παρέχονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις προκειμένου να είναι σε θέση να απολαύουν πλήρως τα δικαιώματά τους και να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους. Συνεπώς δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν ωσάν μη ευάλωτοι τις υποχρεώσεις τους, όπως της υποχρέωσης συνεργασίας με τις εθνικές αρχές σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ευάλωτοι αιτούντες ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο και να απειλούνται να υποστούν βασανιστήρια, κακοποίηση και οποιαδήποτε άλλη μεταχείριση αντιβαίνουσα στο άρθρο 3 (1) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων.
Η Fenix καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να σεβαστεί τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που οφείλουν να παρέχονται στους ευάλωτους αιτούντες άσυλο, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων βασανιστηρίων καθώς επίσης καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να παράσχει κατάλληλους, σαφείς και αποτελεσματικούς τρόπους ταυτοποίησης και πιστοποίησης θυμάτων βασανιστηρίων. Η Fenix παροτρύνει επίσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών της ΕΕ, να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής, της οδηγίας για την επιστροφή, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.